- πυριλαμπεῖς
- πυριλαμπήςbright with firemasc/fem acc plπυριλαμπήςbright with firemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυριλαμπής — ές, Α αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά («πυριλαμπεῑς ἀστέρες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νυκτι λαμπής, φωτολαμπής] … Dictionary of Greek